- μετρητῶν
- μετρητήςmeasurermasc gen plμετρητόςmeasurablefem gen plμετρητόςmeasurablemasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταμείο — Στην οικονομία είναι το σύνολο των διαθέσιμων ρευστών, κυρίως σε μια επιχείρηση. Η συνήθεια να διατηρούνται μεταλλικά νομίσματα ή χαρτονομίσματα στο τ. ή καλύτερα σε ένα χρηματοκιβώτιο είχε σιγά σιγά ως συνέπεια να χαρακτηρίζεται ως τ. η έννοια… … Dictionary of Greek
εγγύηση — (Νομ.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στο αστικό δίκαιο η σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου, με την οποία ένα πρόσωπο, ο εγγυητής, αναλαμβάνει την ευθύνη απέναντι στον δανειστή ότι θα του καταβληθεί η μελλοντική οφειλή ή εκείνη που ήδη υπάρχει … Dictionary of Greek
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
κοιλότητα — η (AM κοιλότης) [κοίλος] 1. η ιδιότητα ή η μορφή τού κοίλου 2. το βαθούλωμα, το κοίλωμα νεοελλ. ανατ. κάθε κοίλος χώρος τού σώματος που περιέχει εσωτερικά διάφορα όργανα (α. «θωρακική κοιλότητα» β. «η κοιλότητα τής λεκάνης») αρχ. 1. αρχιτ. κοίλο… … Dictionary of Greek
μετρητικός — ή, ό (Α μετρητικός, ή, όν) [μετρητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μέτρηση ή που είναι αρμόδιος για μέτρηση ή που είναι ικανός στη μέτρηση («ἐπειδή μέτρον καὶ μετρητικἠ καὶ μετρητικὸς τὸ μεῑζον καὶ τὸ ἔλαττον διακρίνει», Πλάτ.) 2. το θηλ … Dictionary of Greek
πράξη — η / πράξις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. πρῆξις, ήξιος, Α [πράττω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πράττω, η επιτέλεση έργου και το επιτελούμενο έργο (α. «η πράξη τού αποτρόπαιου φόνου» β. «μιᾱς δὲ μόνον μνησθήσομαι πράξεως», Ισοκρ.) 2. το επιτελούμενο… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Χίου — Το ανακαινισμένο μουσείο της Χίου εγκαινιάστηκε το 1999 με μία υποδειγματικά στημένη έκθεση της πλούσιας συλλογής του που χρονικά καλύπτει όλες τις φάσεις κατοίκησης του νησιού από την 4η χιλιετία π.Χ. έως τα πρωτοχριστιανικά χρόνια. Στην πρώτη… … Dictionary of Greek